- απρόκλητος
- -η, -οεπίρρ. -α αυτός που γίνηκε χωρίς πρόκληση, χωρίς να προκληθεί: Η επίθεση που δεχόταν ήταν εντελώς απρόκλητη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απρόκλητος — η, ο αυτός που δεν προκαλείται ή δεν έχει προκληθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + προκαλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1841 στον Α. Ρ. Ραγκαβή] … Dictionary of Greek
βουτηχτής — ο [βουτώ] 1. ο δύτης 2. δύτης ειδικός στη σπογγαλιεία 3. κλέφτης, λωποδύτης 4. όποιος κάνει απρόκλητος άσεμνες χειρονομίες σε γυναίκα … Dictionary of Greek